καλοργώνω

καλοργώνω
οργώνω καλά, βαθιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καλοργώνω — καλόργωσα, καλοργώθηκα, καλοργωμένος, οργώνω καλά: Το χωράφι αυτό δεν είναι καλοργωμένο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”